- επουρώ
- (I)ἐπουρῶ, -έω (Α)ουρώ, κατουρώ κάποιον.————————(II)ἐπουρῶ, -όω (Α)ταξιδεύω με ούριο άνεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρόω, -ώ «πλέω με ευνοϊκό άνεμο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επούρωσις — ἐπούρωσις, ἡ (Α) [επουρώ] ώθηση προς τα εμπρός … Dictionary of Greek